ἐπίκαυμα

ἐπίκαυμα
ἐπί-καυμα, τό, das auf der Oberfläche Verbrannte; bes. von Entzündungen auf der Haut

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπίκαυμα — blister caused by a burn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκαυμα — το (Α ἐπίκαυμα) [επικαίω] επιφανειακό κάψιμο, φλύκταινα ή επιφανειακή πληγή από κάψιμο νεοελλ. (μεταλργ.) η καταστροφή τών ιδιοτήτων ενός μετάλλου με τη χρησιμοποίηση υψηλής θερμοκρασίας αρχ. πληγή πάνω στον κερατοειδή τού ματιού …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαύματα — ἐπίκαυμα blister caused by a burn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαύματος — ἐπίκαυμα blister caused by a burn neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”